- ξυνίημι
- ξυνίημι (Α)βλ. συνίημι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυνίημι — συνίημι bring pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνίημ' — ξυνίημι , συνίημι bring pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνίημι — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνίημι Α [ἵημι] 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι (α. «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», Όρθρ. Μεγ. Παρασκ. β. «πρὸς τὸ συνιέναι ἡμᾱς τὸν Ἰησούν», Ειρην. γ. «οὔπω ξυνῆκα», Αισχύλ. δ. «εὖ λέγοντος οἷ νῡν δὴ ἐμνήσθημεν τοῡ… … Dictionary of Greek